αδιαλείπτως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αδιαλείπτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιαλείπτως. Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάλειπτ(ος) + -ως.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈli.ptos/
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐δι‐α‐λεί‐πτως
Πηγές
- αδιάλειπτος, αδιάλειπτα & αδιαλείπτως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.