αδιάλειπτη παροχή ενέργειας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- αδιάλειπτη παροχή ενέργειας < αδιάλειπτη + παροχή + ενέργειας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uninterruptible power supply / uninterruptible power source)
Ουσιαστικό
αδιάλειπτη παροχή ενέργειας ουδέτερο
- (τεχνολογία, ηλεκτρολογία) σύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας
Μεταφράσεις
αδιάλειπτη παροχή ενέργειας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.