αδελφικάτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αδελφικάτα < αδελφικ(ός) + -άτα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ðel.fiˈka.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δελ‐φι‐κά‐τα
Μεταφράσεις
αδελφικάτα
|
→ δείτε τη λέξη αδελφικά |
Πηγές
- λήγουν σε -φικάτα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.