αγκιστρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αγκιστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγκιστρώνω
- θα αγκιστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγκιστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αγκιστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγκίστρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.