αγαλμάτινων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγαλμάτινων

  1. γενική πληθυντικού του αγαλμάτινος
  2. γενική πληθυντικού του αγαλμάτινη
  3. γενική πληθυντικού του αγαλμάτινο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.