αγαλμάτινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγαλμάτινο

  1. αιτιατική ενικού του αγαλμάτινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγαλμάτινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.