ίον
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ίον
<
αρχαία ελληνική
ἴον
Ουσιαστικό
ίον
ουδέτερο
(
βοτανική
,
λουλούδι
)
ο
μενεξές
, το
γιούλι
ίο
Μεταφράσεις
ίον
→
δείτε
τη
λέξη
μενεξές
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.