έσιαζα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.sça.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έσιαζα

Ρηματικός τύπος

έσιαζα

  • α' ενικό πρόσωπο παρατατικού του ρήματος σιάζω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.