έλξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

έλξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος έλκω
  2. θα έλξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος έλκω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

έλξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έλξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.