έγκειται
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έγκειται < αρχαία ελληνική ἔγκειμαι < ἐν + κεῖμαι
Ρήμα
έγκειται (μόνο στο γ' ενικό)
- το παράδοξο έγκειται στην αντίφαση μεταξύ εμπειρίας και τυπικής λογικής
Μεταφράσεις
έγκειται
|
→ δείτε τη λέξη βρίσκομαι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.