άσ' την

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άσ' την! < άσ', άσε με έκθλιψη & αδύνατος τύπος την της αντωνυμίας αυτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈas‿tin/

Έκφραση

άσ' την! (πληθυντικός: άστε την, αφήστε την)

  • άστην

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.