άναυλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άναυλα < άναυλος
Επίρρημα
άναυλα
- απότομα, με το ζόρι, άρον-άρον, με αγωνία, με βία, με πολύ άγχος (συνήθως για κάποιον που μετακινείται από ή προς κάπου χωρίς να πληρώσει ναύλο για ευνόητους λόγους)
- Τον έδιωξε κακήν-κακώς από το σπίτι, άναυλα
- Τον κουβαλήσανε στο δικαστήριο άναυλα
- Αρρώστησε η μάνα μου και γυρίσαμε άναυλα στην Αθήνα
- 'Αναυλα εφύγαν τα πουλιά...
- κ' εγώ τα χέρια βάνω
- στα Περασμένα –σα φωλιά,
- κούφια, που εφύγαν τα πουλιά
- –να ζεσταθούν απάνω. (Τέλος Άγρας)
Μεταφράσεις
άναυλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.