άδοξα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άδοξα < άδοξος

Επίρρημα

άδοξα

  • χωρίς δόξα, χωρίς να έχει επιτευχθεί κάτι σπουδαίο
έληξε άδοξα η διεθνής διάσκεψη για το περιβάλλον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.