Φασίολος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Φασίολος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φασίολος < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία Phaseolus. Ο αρχαίος φάσηλος ανήκε στο γένος Vigna.
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈsi.o.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φα‐σί‐ο‐λος
Κύριο όνομα
Φασίολος αρσενικό (καθαρεύουσα)
- ταξινομικός όρος - γένος: (Phaseolus η φασολιά. Είδη, όπως: Φασίολος ο κοινός, Φασίολος ο κόκκινος
-
φασολιά στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Φασίολος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.