Υψηλότητος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.psiˈlo.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐ψη‐λό‐τη‐τος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
Υψηλότητος θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του Υψηλότης, λογιότερη μορφή του Υψηλότητας από το Υψηλότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.