Τούρκα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Τούρκα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Τούρκα θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο (αρσενικό Τούρκας)
- (παρωχημένο, ανεπίσημο) Τουρκάλα
- ※ Πες μου, κόρη, στο θεό σου Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά / για Τσιγγάνα, για Σπανιόλα κι έχεις τόσην ομορφιά. (παραδοσιακό τραγούδι, Σώσε με γιατρέ μου, διασκευή: Ψαραντώνης, στο δίσκο Τα μεράκια του Ψαραντώνη, Panivar, 1989)
- ※ Ανύποπτος και χωρίς να γνωρίζει ότι είμαι Χριστιανός, μου είπε μιαν ημέραν ότι μια Χριστιανή σκλάβα εις το παλάτι του μπέη αρνείται να γίνη Τούρκα. (Ηλίας Ιουλ. Τζανέτης, Η Φιλική Εταιρία και Το πατριωτικόν δράμα Μάρτυρες και εκδικηταί εις πράξεις 4 (εκδ. 2.) , 1928, σελ. 263)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.