Ταξχος

Νέα ελληνικά (el)

Συντομομορφή

Ταξχος αρσενικό ή θηλυκό συντομογραφία

  • (στρατιωτικός βαθμός) ταξίαρχος
      Έφυγε από τη ζωή ο Ταξχος (ΕΑ) ε.α. ... (Σύνδεσμος Αποφοίτων Σχολής Ικάρων, ανακτήθηκε στις 22/9/2021 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.