Ταξείδου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ταξείδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Ταξείδης
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Ταξείδου αρσενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα
Παρώνυμα
- ταξιδιού, ταξειδιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.