Σόλοι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Σόλοι < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Σόλοι

  1. αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στη βόρεια ακτή της (περιοχή Μόρφου), έδρα σημαντικού βασιλείου που άνθισε από την κλασσική μέχρι και την πρωτοχριστιανική περίοδο. Οι κάτοικοί της αναφέρονταν ως «Σόλιοι»
  2. αρχαία ελληνική παράκτια πόλη και λιμάνι της Κιλικίας, 11 χλμ δυτικά από τη σημερινή Μερσίνη. Οι κάτοικοί της αναφέρονταν ως «Σολείς».

  • Σόλοι στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  • σολοικισμός, όρος ο οποίος αναφέρεται σε λανθασμένη χρήση συντακτικών δομών της αρχαίας αττικής γλώσσας και κατά τον Στράβωνα και τον Διογένη Λαέρτιο προέρχεται από το όνομα της πόλης των Σόλεων της Κύπρου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.