Στράτηγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Στράτηγος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στρατηγός με μετακίνηση τόνου
Πηγές
- Στράτηγος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.