Σπυρίδωνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Σπυρίδωνος < γενική ενικού του ανδρικού ονόματος Σπυρίδων

Κύριο όνομα

Σπυρίδωνος αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 2

Σπυρίδωνος < γενική ενικού του ανδρικού επωνύμου Σπυρίδων

Κύριο όνομα

Σπυρίδωνος θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 3

Σπυρίδωνος : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Σπυρίδωνος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Σπυρίδωνος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.