Σικελιώτου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σικελιώτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Σικελιώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Sikeliotou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.