Σαμψοῦς

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σαμψοῦς
      γενική τῆς Σαμψοῦντος
      δοτική τῇ Σαμψοῦντι
    αιτιατική τὴν Σαμψοῦντα
     κλητική ! Σαμψοῦς
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σαμψοῦς <  δείτε τη λέξη Σαμψούντα

Κύριο όνομα

Σαμψοῦς θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.