Πόρτο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πόρτο < Porto και "o Porto" για τους Πορτογάλους < Portus Calle παλιότερα (λιμάνι Καλλαικών για τους αρχαίους Έλληνες)

Κύριο όνομα

Πόρτο ουδέτερο

  • βόρεια και παραλιακή πόλη της Πορτογαλίας που το αρχαιότερο όνομά της προσέφερε την ονομασία όλης της χώρας. Δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.