Πατήσα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐τή‐σα
Κύριο όνομα
Πατήσα ουδέτερο, μόνο πληθυντικός
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) τα Πατήσια
- ※ Δεν υπάρχει καμία συμμορία, δηλώνω αθώος σας είπα, αυτά που μου λέτε είναι ψεύδη, είμαι ένα αγνό, ήρεμο παιδί που ζει στα Πατήσα. Τα Πατήσα δεν βγάνουν εγκληματίες (από το κείμενο «Ανακρίναμε τους Legends και είναι έτοιμοι για όλα», news 24 7 (2 Νοεμβρίου 2019)· πρόσβαση: 2020-06-20)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.