Πέκα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πέκα < μεταγραφή για τη φινλανδική Pekka

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πέκα

Μεταγραφή

Πέκα αρσενικό, άκλιτο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.