Οἴαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Οἰᾱκ-
ονομαστική Οἴαξ
      γενική τοῦ Οἴακος
      δοτική τῷ Οἴακ
    αιτιατική τὸν Οἴακ
     κλητική ! Οἴαξ
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οἴαξ < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂iHseh₂

Ουσιαστικό

Οἴαξ αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.