Οσμάν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Οσμάν < λείπει η ετυμολογία

Μεταγραφή

Οσμάν αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) όνομα σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.