οθωμανικά τουρκικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οθωμανικά τουρκικά < → δείτε τις λέξεις οθωμανικός και τουρκικός
Πολυλεκτικός όρος
οθωμανικά τουρκικά
- (γλώσσα) που μιλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 14ο αιώνα έως τον 20ο (1929)
- (γραφή) παλαιότερη μορφή (παραλλαγή της περσοαραβικής) γραφής της τουρκικής γλώσσας μέχρι το 1929, που υιοθετήθηκε το σύγχρονο τουρκικό αλφάβητο με λατινικούς χαρακτήρες
- παλαιά τουρκικά (αρχαία τουρκικά)
- παλαιά τουρκικά της Ανατολίας
- τουρκικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.