Μύρτου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- Μύρτου < γενική πτώση του μύρτος (θηλυκό)
Κύριο όνομα
Μύρτου θηλυκό, άκλιτο
- χωριό της Κύπρου, στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της, στην Επαρχία Κερύνειας
- τουρκική ονομασία: Τσαμλίμπε
-
Μύρτου στη Βικιπαίδεια

-
Τσαμλίμπε στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
- Μύρτου : κλιτικός τύπος
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.