Μόρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Μόρος:  δείτε τη λέξη μόρος

Κύριο όνομα

Μόρος, -ου αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο γιος της Νυκτός
  2. ανδρικό όνομα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.