Λᾶος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Λᾶος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Λᾶος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. πόλη της Ιταλίας, της εποχής της Μεγάλης Ελλάδας, στην Καλαβρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.