Λουλούδες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Λουλούδες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Λουλούδα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Λουλούδω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.