Λουλούδες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Λουλούδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Λουλούδα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Λουλούδω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.