Κρητικιά

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Κρητικιά < Κρητικ(ός) + -ιά

Κύριο όνομα

Κρητικιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κρητικός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.