Κοπενάγη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κοπενάγη < (λόγιο δάνειο) γαλλική Copenhague

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.peˈna.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοπενάγη

Κύριο όνομα

Κοπενάγη θηλυκό, μόνο στον ενικό (καθαρεύουσα)

  • η Κοπεγχάγη
      ΚΟΠΕΝΑΓΗ (Kjöbenhavn), μητρόπολις τῆς πολιτείας καὶ θρόνος τοῦ βασιλέως, καθέδρα Λουθηρανοῦ ἐπισκόπου [...] (Αδριανός Βάλβι, Γεωγραφία (μτφ. Κ. Μ. Κουμάς), books.google, τόμ. 2 (Βιέννη: τυπ. Αντ. Μπέικο, 1838), σελ. 240)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.