Καστράκιον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Καστράκιον
      γενική τοῦ Καστρακίου
      δοτική τῷ Καστρακί
    αιτιατική τὸ Καστράκιον
     κλητική ! Καστράκιον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Καστράκιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.