Καρπάθιο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καρπάθιο < Καρπάθιο πέλαγος με παράλειψη του ουσιαστικού πέλαγος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Καρπάθιος
Μεταφράσεις
Καρπάθιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.