Ιεοβά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ιεοβά < μία από τις μεταφορές στα ελληνικά (της φωνηεντισμένης απόδοσης γΙεΧωΒάΧ) του ιερού Τετραγράμματου, το οποίο σημαίνει "Εκείνος Κάνει να Γίνεται" ή "Αυτός που Υπάρχει" (ο Ων)
- επίσης, Ιεχωβά
Κύριο όνομα
Ιεοβά αρσενικό
- μια από τις αποδόσεις του ονόματος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή
- Τετραγράμματο
- Νεόφυτου Βάμβα, Η Αγία Γραφή-Νεοελληνική Μετάφραση, 1850.
- Λεξικό των Ξένων Λέξεων στην Ελληνική Γλώσσα, Η. Κωνσταντίνου, Εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1992.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.