ΕΛΣ
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
Ε.Λ.Σ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- ελληνικός πολιτιστικός φορέας με αντικείμενο το λυρικό θέατρο
- ※ Πάνω από 110.000 θεατές είδαν το Σάββατο 11 Απριλίου την «Κάρμεν» της ΕΛΣ με τη σπουδαία Ανίτα Ρατσβελισβίλι, επιβεβαιώνοντας την αγάπη του ελληνικού κοινού για την όπερα. (ΕΛΣ: Περισσότεροι από 110.000 θεατές είδαν την «Κάρμεν», από την ΕΡΤ2 και το διαδίκτυο. Ναυτεμπορική, 2020.04.13)
Μεταφράσεις
ΕΛΣ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.