Γηρυόνης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Γηρυόνης < αρχαία ελληνική Γηρυόνης

Κύριο όνομα

Γηρυόνης αρσενικό

  • (ελληνική μυθολογία) όνομα Γίγαντα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Γηρυόνης < συνδέεται με το ρήμα γηρύω (φωνάζω, μιλάω)

Κύριο όνομα

Γηρυόνης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.