Αραράτ

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾaˈɾat/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αραράτ

Ετυμολογία 1

Αραράτ < ελληνιστική κοινή Ἀραράτ[1]

Κύριο όνομα

Η κορυφή του όρους Αραράτ

Αραράτ ουδέτερο άκλιτο


Ετυμολογία 2

Αραράτ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Արարատ (Ararat)

Κύριο όνομα

Αραράτ άκλιτο

  1. (ουδέτερο) πόλη και επαρχία της Αρμενίας
  2. (αρσενικό) αρμενικό ανδρικό όνομα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.