Όρρου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Όρρου < γενική ενικού του αρσενικού Όρρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ɾu/
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Орру
- λατινικοί χαρακτήρες: Orrou
Πηγές
Ομώνυμα / Ομόηχα
Παρώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.