środek
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɕrɔdɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
środek (pl) αρσενικό
- το μέσον με τις έννοιες:
- το κέντρο, το κεντρικό σημείο
- κάποιος ή κάτι που διευκολύνει
- το εσωτερικό χώρου
Πολυλεκτικοί όροι
- złoty środek
- środki produkcji
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.