zapałka
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /zaˈpawka/
Ετυμολογία
→ δείτε τη λέξη zapalać
Ουσιαστικό
zapałka (pl) θηλυκό
- το σπίρτο (μόνο με την έννοια του αντικείμενου που χρησιμοποιείται για το άναμμα φωτιάς)
Χρήση
- zapalać zapałkę: ανάβω σπίρτο
- zapalać zapałką: ανάβω με σπίρτο
- pudełko zapałek: κουτί σπίρτα, κουτί με σπίρτα
- dziewczynka z zapałkami: το κοριτσάκι με τα σπίρτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.