wheeze

Αγγλικά (en)

Ρήμα

  1. σφυρίζω (όχι συνειδητά, παράγω σφυριχτό ήχο λόγω προβλημάτων αναπνοής ή διότι διασχίζω τον αέρα ταχέως)
    • (ωτορινολαρυγγολογία) αγκομαχώ, ξεφυσάω, κοντανασαίνω, συρίζω λόγω δύσπνοιας, έχω «γατάκια» (ηχηρότερα κατά την εκπνοή)
    • κινούμαι βολίδα και σφυρίζω σαν σφαίρα ή τόξο (για βλήματα το σφύριγμα το ακούει κάποιος από τον οποίο περνούν ξυστά ή πολύ κοντά)
      • ελληνιστί: βζζζν
    • (μεταφορικά), (εμφατικά) κινούμαι υπερβολικά γρήγορα
  2. οτιδήποτε αστείο (λεκτικά: αστείο με λόγια ή φυσικά: αστείο με κινήσεις ή ενέργειες)

Ουσιαστικό

  • αγκομαχητό, λαχάνιασμα, ξεφύσημα, ηχηρή δύσπνοια, συριγμός, σύριγμα, «γατάκια»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.