wet nurse

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

wet nurse <  δείτε τις λέξεις wet και nurse

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
wet nurse wet nurses

wet nurse (en)

  1. (επάγγελμα) η τροφός, η γυναίκα που θηλάζει ένα παιδί αντί για τη φυσική του μητέρα
  2. (κατ’ επέκταση) που φροντίζει κάποιον με μεγάλη προσοχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.