watershed

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

watershed (en)

  1. (ΗΠΑ) η λεκάνη απορροής
    συνώνυμα: catchment basin, drainage basin
  2. (ΗΒ) ο υδροκρίτης
  3. (μεταφορικά) κόμβος μεταλλαγής, ένα κρίσιμο σημείο που οριοθετεί μια αλλαγή, ένα ορόσημο
  4. (Καναδάς, ΗΒ) η ώρα από την οποία και μετά μπορεί να μεταδοθεί από την τηλεόραση υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.