watershed

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
watershed (en)
- (ΗΠΑ) η λεκάνη απορροής
- (ΗΒ) ο υδροκρίτης
- (μεταφορικά) κόμβος μεταλλαγής, ένα κρίσιμο σημείο που οριοθετεί μια αλλαγή, ένα ορόσημο
- (Καναδάς, ΗΒ) η ώρα από την οποία και μετά μπορεί να μεταδοθεί από την τηλεόραση υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.