viscère
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| viscère | viscères |
Ουσιαστικό
viscère (fr) αρσενικό
- (σπανίζει στον ενικό) κάθε όργανο που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός βιολογικού οργανισμού
- (συνηθισμένη έννοια, στον πληθυντικό) τα σπλάχνα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.