viscère

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
viscère viscères

Ουσιαστικό

viscère (fr) αρσενικό

  1. (σπανίζει στον ενικό) κάθε όργανο που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός βιολογικού οργανισμού
  2. (συνηθισμένη έννοια, στον πληθυντικό) τα σπλάχνα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.