unusually

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

unusually < unusual + -ly

Επίρρημα

unusually (en)

  1. πάρα πολύ, χρησιμοποιείται πριν από τα επίθετα για να τονίσει ότι μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι μεγαλύτερη από την κανονική
    she is unusually strong - είναι πάρα πολύ δυνατή
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη extremely
  2. ασυνήθιστα, για μια συγκεκριμένη κατάσταση που δεν είναι φυσιολογική ή αναμενόμενη
    He is unusually kind today. What’s the matter with him?
    Είναι ασυνήθιστα ευγενικός σήμερα. Τι έπαθε;
     συνώνυμα:  abnormally, atypically, exceptionally, extraordinarily, irregularly και unnaturally

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.