ucho

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈuxɔ/
 

Ουσιαστικό

ucho (pl) ουδέτερο

  1. το αφτί
  2. (μεταφορικά) κάθε χερούλι ημικυκλικού σχήματος (χερούλι τσάντας, χερούλι φλυτζανιού κλπ.)
  3. (μεταφορικά) το «μάτι» της βελόνας

Εκφράσεις

  • ośle ucho: η τσακισμένη γωνία σε σελίδα βιβλίου (για επισήμανση)
  • ściany mają uszy: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά

Συγγενικά

  • uszko
  • uszny



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

ucho (sk)



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ucho (cs) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.